βαρικός
Смотреть что такое "βαρικός" в других словарях:
βαρικός — και βαρκός, ιά, ό [βαρύς] 1. (για τόπο) υγρός, ελώδης 2. το ουδ. ως ουσ. ελώδης τόπος … Dictionary of Greek
βαρικός — ή, ό υγρός και έπειτα εύφορος: To ρύζι ευδοκιμεί σε βαρικά χωράφια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Manticore — For other uses, see Manticore (disambiguation). Manticore (1678) … Wikipedia
Mantikor — aus: Redgrove’s Bygone Beliefs Mantikor („Martigora“), Stich von Joannes … Deutsch Wikipedia